-
1 δια-φώσκω
δια-φώσκω, = διαφαύσκω; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ, mit Tagesanbruch, Her. 3, 86. 9, 45; ἡμέρας διαφωσκούσης, D. Sic. 18, 72.
1 δια-φώσκω
δια-φώσκω, = διαφαύσκω; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ, mit Tagesanbruch, Her. 3, 86. 9, 45; ἡμέρας διαφωσκούσης, D. Sic. 18, 72.